Ο κόσμος και οι αξίες του Robert Guédiguian μας είναι γνώριμες και από τις προηγούμενες ταινίες του ( Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο, Ο μίτος της Αριάν, Η ιστορία ενός τρελού ). Η ματιά του πάντα ανθρωποκεντρική, εμπνέεται από μια αγνότητα και καθαρότητα, κάτι που δίνει στις ιστορίες του μια συναισθηματική και ανθρώπινη χροιά, χωρίς να φτάνει όμως στο μελόδραμα, αλλά σε μια πραγματικότητα που ζει ο καθένας και πρέπει να αντιμετωπίσει με ότι μέσο διαθέτει. Αυτός ο συνδυασμός ιδεαλισμού και γήινου, δημιουργούν μία αίσθηση οικειότητας στον θεατή. Μέλος του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας μέχρι το 1977, αφοσιώθηκε από την αποχώρησή του μέχρι σήμερα στο σινεμά, κάνοντας ταινίες προσωπικές, που «διαβάζονται» εύκολα, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, πράγμα που γι’ αυτόν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει αφήγηση και συναίσθημα.
Σε ένα ειδυλλιακό κολπίσκο κοντά στη Μασσαλία, στην καρδιά του χειμώνα, τρία αδέλφια, η Ανζέλ, ο Ζοζέφ και ο Αρμάντ, επιστρέφουν στο πατρικό τους σπίτι, για να επισκεφτούν τον ηλικιωμένο πατέρα τους, άρρωστο από εγκεφαλικό. Εκεί κάνοντας ένα ταξίδι στο παρελθόν του ο καθένας, αναμετριούνται με τα φαντάσματά τους, τις φοβίες τους, τις ανεπάρκειές τους, με έναν κόσμο που έφυγε οριστικά και τώρα πως συνεχίζουν τις ζωές τους; Φυσικά υπάρχει και η νέα γενιά, η Μπερανζέρ και ο Ιβάν, που αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα πράγματα και τις αξίες, αλλά φαίνεται πως θέλουν να βοηθήσουν με τον τρόπο τους. Ένα αναπάντεχο θλιβερό περιστατικό καθώς και τρία προσφυγόπουλα προς στο τέλος της ταινίας θα τους ενώσουν προσπαθώντας να βοηθήσουν όλοι μαζί, γιατί η ζωή προχωράει….
Στο «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα», από το πρώτο τέταρτο διαφαίνεται μία φοβερή ακρίβεια και «προοικονομία» στην αφήγηση, καθώς και ένα βαθύ συναίσθημα που μας συντροφεύει μέχρι το τέλος της ταινίας. Όπως εξομολογείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης (σε συνέντευξη στα Cahiers du cinema,τ.739), από την αρχή μας αποκαλύπτει την πρόθεση του για μια ταινία- κατάθεση «διαθήκης», με τα πιστεύω του και τις ιδέες του, πριν να είναι αργά. Γεννημένος στη Μασσαλία, την τοποθεσία της ταινίας την γνώριζε από το 1969. Το θέμα της δεν το ήξερε από την αρχή, αλλά σκεφτόταν πώς να κυλούσε η ζωή σε αυτόν τον ορμίσκο παλιά και σιγά σιγά κατασκεύασε και το υπόλοιπο. Μετά την επίθεση στο Bataclan, ήταν αδύνατο να μην συμπεριλάβει κάποια σύγχρονα θέματα και κυρίως το προσφυγικό.
Ξαναβρίσκουμε σε αυτή την ταινία την γνωστή συντροφιά ηθοποιών του σκηνοθέτη, την Αriane Ascaride (Ανζέλ), σύντροφό του και στη ζωή 42 χρόνια, τον Gérard Meylan(Aρμάντ), τον Jean-Pierre Darroussin (Ζοζέφ), σταθεροί συνεργάτες του εδώ και χρόνια, αφενός γιατί πιστεύει ότι το κέντρο βάρους σε μία ταινία είναι οι ηθοποιοί και αφετέρου είναι φίλοι του. Γι αυτό τον λόγο και το σινεμά του το διακρίνει ένα είδος θεατρικότητας, από τον τρόπο που δουλεύει με τους ηθοποιούς ως και τα πλάνα του. «Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα» μοιάζει με έργο δωματίου και η σκηνή ένα μικρό υπαίθριο θέατρο. Τα γυρίσματα κράτησαν 8 εβδομάδες, αρκετό διάστημα, αφού έμειναν στην ίδια τοποθεσία, ένα μέρος μαγικό που η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο ήταν ο ήχος του τραίνου.
Στο έργο υπάρχουν οι κλασσικοί ήρωες του Guédiguian, που αντιπροσωπεύουν τις αξίες ενός κόσμου που χάνεται, έχοντας διαψεύσει τις ελπίδες τους (το ζευγάρι που αποφασίζει να αυτοκτονήσει, ο κυνικός Ζερόμ που μόνιμα παραπονείται, η Ανζέλ που προσπαθεί να ξεχάσει). Υπάρχουν οι νέοι, η Mπερανζέρ και ο Ιβάν (Anais Demoustier και Υann Τregouet), η πρώτη, σύντροφος του Ζερόμ που τον εγκαταλείπει συμπονώντας τον και ο δεύτερος, γιατρός που κουράρει τον άρρωστο πατέρα και βοηθά του γονείς του, κάτοικοι και αυτοί του ορμίσκου. Οι δύο αυτοί κόσμοι δεν βρίσκονται σε αντιπαλότητα, υπάρχει κατανόηση και συμπόνια. Ο ήλιος φωτίζει τα πρόσωπα τους καθώς ατενίζουν τον ορίζοντα, την θάλασσα και μοιράζονται στιγμές, παύσεις, συζητήσεις και τσιγάρο. Αυτές οι σκηνές δίνουν την αίσθηση της κοινότητας και της επικοινωνίας, καθώς όλοι μετέχουν στις ίδιες στιγμές της ιστορίας και των μικρών προσωπικών δραμάτων που εκτυλίσσονται. Άλλωστε όλοι οι ήρωες του δείχνουν την ίδια δύναμη ψυχής όταν αυτό απαιτείται. Ο τρόπος που κινηματογραφεί τα πρόσωπα είναι ευθύς, κοιτούν την κάμερα κατάματα, όπως και ο τρόπος που καλούνται να αντιμετωπίσουν τελικά την ζωή, η Ανζέλ που τινάσσει από πάνω της την προσωπική της τραγωδία, ακόμα υποκύπτει στη ζωή, μέσα από τον έρωτα του νεότερου της Μπενζαμέν (Robert Stévenin), ο Ζοζέφ που παίρνει έστω και κάποιες εφήμερες αποφάσεις για την ζωή του. Υπάρχουν ένθετα πλάνα από μία παλαιότερη ταινία του, το Ki lo sa? (1986), με τους ίδιους πρωταγωνιστές να φτάνουν στην ίδια τοποθεσία και να βουτούν στη θάλασσα, ενθύμιο νεότητας και σχόλιο για το πέρασμα του χρόνου. Ποιητικό και ανθρώπινο το τέλος που οι τρείς ήρωες παίζουν ένα παιχνίδι των παιδικών τους χρόνων με την ηχώ και τα βουβά και φοβισμένα μέχρι εκείνη την στιγμή παιδιά, ενώνουν τις φωνές τους φωνάζοντας και αυτά το όνομα του νεκρού αδελφού τους.
«Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα» είναι ένα χαμηλών τόνων «τσεχωφικό» δράμα, με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους, με αξιοπρέπεια και καρδιά, που κατορθώνουν να κοιτάξουν τον νέο κόσμο κατάματα και να διαλέξουν με ποιόν τρόπο θα ζήσουν.
.
コメント