ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (Ο τελευταίος έρωτας του Φράντς Κάφκα) του Michael Kumpfmüller, εκδ.ΑΓΡΑ, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Το καλοκαίρι του 1923, στο Μύριτς, μια λουτρόπολη της Βαλτικής, ο Φ. Κάφκα παραθερίζει μαζί με την αδελφή του Έλλη και την οικογένειά της. Είναι σαράντα χρονών και ήδη σοβαρά άρρωστος με φυματίωση. Εκεί γνωρίζει την εικοσιπεντάχρονη Ντόρα, παιδαγωγό και μαγείρισσα στην Εβραϊκή κατασκήνωση. Η έλξη τους είναι αμοιβαία, ακαριαία, έρωτας με την πρώτη ματιά. Ζουν με ένταση τον έρωτά τους περίπου έναν χρόνο, τον Ιούνιο του 1924 ο Φ. Κάφκα πεθαίνει.
Χάρη στον Γερμανό βραβευμένο συγγραφέα Michael Kumpfmüller (γενν.1961), φωτίζεται όχι μόνο ο τελευταίος χρόνος της ζωής, ενός από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς στην ιστορία του μυθιστορήματος, αλλά κι ο τελευταίος του έρωτας με την Ντόρα Ντιαμάντ, μια σχέση που την κάλυπτε ένα πέπλο μυστηρίου και που μόλις από το 2000 και ύστερα άλλαξαν κάποια δεδομένα (όπως το βιογραφικό μυθιστόρημα Κafka’s Last Love της Kathi Diamant, 2003, εκδ. Secker & Warburg). O συγγραφέας ανέτρεξε σε αρχεία και σε ότι άλλο υλικό μπορούσε φωτίσει αυτή τη σχέση, προσπαθώντας να είναι πιστός στα γεγονότα, αλλά ταυτόχρονα να αναπλάσει τα κενά, όπου αυτό το απαιτούσε η λογοτεχνική του ιδιότητα, άλλωστε πρόκειται για μυθιστόρημα.
Η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη, ακολουθώντας τα στάδια της κοινής ζωής τους. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Φτάνοντας» και αναφέρεται στις πρώτες τους συναντήσεις, ανταλλαγές απόψεων, σκιαγράφηση εκατέρωθεν των οικογενειακών τους δεσμών, την απόφασή για την κοινή τους εγκατάσταση στο Βερολίνο. Εδώ ο Κάφκα, αναφέρεται ως «ο Καθηγητής» και μόνο στο τέλος της ενότητας όπου έχει δημιουργηθεί η απαραίτητη οικειότητα μεταξύ τους, αλλά και με τον αναγνώστη, γίνεται Φραντς. Το δεύτερο μέρος «Μένοντας», το διαπερνά μια άλλου είδους ένταση. Βρίσκονται στο Βερολίνο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, του πληθωρισμού, του αντισημιτισμού, μετακομίζουν σε τρία διαφορετικά σπίτια, η υγεία του Φραντς επιδεινώνεται σταδιακά, γράφει τα τελευταία του έργα (Το Κτίσμα, Ζοζεφίν ). Όσο η αρρώστια τον καταβάλλει, τόσο φουντώνει και ο έρωτάς τους. Η Ντόρα σαν φύλακας άγγελος είναι πάντα δίπλα του «θέλει να πιστεύει ότι τον έχει σώσει». Παράλληλα με τον μικρόκοσμο της αγάπης τους, υφαίνονται οι οικογενειακές σχέσεις, οι φιλίες τους (Τίλε, Γιούντιθ, Έμμυ, σπιτονοικοκυρές) και κυρίως οι αναφορές στον Μαξ Μπροντ, τον καλύτερό του φίλο και καταλυτική μορφή για την διάδοση του έργου του Κάφκα. Το τρίτο και τελευταίο μέρος «Φεύγοντας», είναι η πορεία προς το τέλος, η παραμονή του σε σανατόρια στην Αυστρία, η ανταλλαγή αλληλογραφίας με τους γονείς, οι λιγοστές επισκέψεις φίλων που μπορεί να δεχτεί, αλλά κυρίως η αγάπη, η αφοσίωση και ελπίδα που απλόχερα του προσφέρει η Ντόρα με όλη της την ύπαρξη. Στις 3 Ιουνίου 1924 πεθαίνει έναν μήνα πριν τα τεσσαρακοστά πρώτα γενέθλιά του.
Ο Michael Kumpfmüller παρουσιάζοντας την διήγηση του ως ετεροδιηγητικός αφηγητής από δύο οπτικές γωνίες -του Φραντς και της Ντόρας- καταφέρνει να κρατήσει μια ισορροπία μεταξύ εγγύτητας και απόστασης στα ευαίσθητα θέματα της εξέλιξης της τραγικής και όμορφης σχέσης τους, αλλά και της πορείας του Φραντς προς τον θάνατο. Καταρρίπτει τον μύθο για τις δυστοπικές σχέσεις του με τις γυναίκες, για τον σκοτεινό χαρακτήρα του, για την άποψή του περί γάμου και παιδιών, αλλά κυρίως μέσω της Ντόρας, αποκαθιστά την σχέση του Κάφκα με τη θρησκεία του. Είναι φανερό πάντως ότι ο συγγραφέας εστιάζει στη σχέση μέσα από την καθημερινότητά της, γι' αυτό δεν υπάρχουν εις βάθος αναφορές στο έργο του Κάφκα και σε υπαρξιακά θέματα. Συμπιέζονται, θα έλεγε κανείς, τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής σε έντεκα μήνες, ο έρωτας τους είναι το απόσταγμα. Όλη την αφήγηση τη διατρέχει ένας θαρραλέος συναισθηματισμός ακόμα και στις ύστατες στιγμές του Κάφκα. Φαίνεται να ασχολείται με τις διορθώσεις των τελευταίων του κειμένων μέχρι το τέλος, να αγαπά και να αγαπιέται «άνευ ορίων, άνευ όρων».
Πιστεύω, ότι το παρακάτω κείμενο συμπυκνώνει την οπτική του Michael Kumpfmüller σε σχέση με τα πρόσωπα/ήρωες του μυθιστόρηματός του:
“Δεν είναι περίεργο που διαλέγουμε κάποιον για να πέφτουμε μαζί του τις νύχτες στο κρεβάτι και να κοιμόμαστε δίπλα του, σαν να΄ταν κάτι απλό και ασήμαντο; Δίπλα της έχει γίνει πιο θαρραλέος. Ή μήπως πρώτα έγινε θαρραλέος και ύστερα στάθηκε δίπλα της; Θα ήθελε ν΄αποκτήσει παιδιά μαζί της. Κι ακόμα: Δεν είναι παράξενο το ότι οι επιθυμίες και οι ερωτήσεις συνεχίζονται ως την τελευταία στιγμή;”
Όμως άφησα για το τέλος την Ντόρα Ντιαμάντ (1898-1952), διότι η γεμάτη ένταση, περιπλάνηση και τραγικότητα ζωή της, χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά. Γεννημένη στην Πολωνία το 1898, σε οικογένεια φτωχών και θρησκευόμενων Εβραίων, ήταν ανήσυχο πνεύμα και πολύ νωρίς αρνήθηκε την καταπιεστική χασιδική άποψη της εβραϊκής θρησκείας, για να προσχωρήσει στον ζιονισμό. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνούμενη να παντρευτεί, το σκάει στο κοσμοπολίτικο Βερολίνο, όπου εκπαιδεύεται ως νηπιαγωγός και δουλεύει στην Εβραϊκή Κοινότητα.
Το 1923 γνωρίζει στην κατασκήνωση όπου δούλευε, στο Μύριτς, τον Φραντς Κάφκα, τον διάσημο συγγραφέα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Μετακομίζουν για λίγο στο Βερολίνο, τον ακολουθεί στα σανατόρια στην Αυστρία, όπου και πεθαίνει στα χέρια της τον Ιούνιο του 1924. Μετά τον θάνατό του κατηγορήθηκε ότι έκαψε μέρος των γραπτών του, ενόσω ο Φραντς ζούσε, υπακούοντάς τον. Σύμφωνα με την ίδια, όπως αναφέρει στις λιγοστές σελίδες της που σώθηκαν, το έκανε χωρίς να διστάσει, για να τον ανακουφίσει, και επειδή εκείνος πίστευε ότι αυτά που πραγματικά ήθελε να γράψει θα ερχόντουσαν αργότερα όταν θα κέρδιζε την ελευθερία του (εννοεί τις δυνάμεις του). Μετά τον θάνατό του, ο Μαξ Μπροντ ζήτησε απ' όλους τους γνωστούς και φίλους του Κάφκα να συγκεντρώσουν ότι γραπτά του είχαν γιατί σκόπευε να τα εκδώσει, παρακούοντας τις τελευταίες οδηγίες του νεκρού συγγραφέα. Η Ντόρα έρχεται σε ρήξη μαζί του και κρατάει τα τελευταία του τετράδια και τις τριάντα πέντε επιστολές που είχαν ανταλλάξει. Τα έχει πάντα μαζί της, μέχρι το 1933 που η Γκεστάπο θα εισβάλει στο σπίτι της. Δεν γνωρίζουμε αν κάηκαν ή όχι. Η Ντόρα κάνει σκοπό της ζωής της να διαδώσει το συγγραφικό του έργο του στους εβραϊκούς πολιτιστικούς οργανισμούς.
Την δεκαετία του 1930 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας και παντρεύεται τον Lutz Lask, εκδότη της Kομμουνιστικής εφημερίδας Die Rote Fahne και το 1934 γεννιέται η κόρη τους Franziska(το όνομα του Κάφκα) Marianne. Το 1936 ακολουθεί τον άντρα της στη Ρωσία, μόνο που έναν χρόνο αργότερα το σταλινικό καθεστώς τον στέλνει εξορία στη Σιβηρία. Το 1939 ένα χρόνο πριν οι Γερμανοί εισβάλουν στην Πολωνία, κατορθώνει να φτάσει μαζί με την κόρη της στην Αγγλία ως πρόσφυγες, όπου μένουν μέχρι το 1942 στο Ιsle of Man, σε μια κατασκήνωση/ γκέτο. Το 1942 ελευθερώνονται και πηγαίνουν στο Λονδίνο, όπου η Ντόρα ως ιδρυτικό μέλος της κοινότητας “The Friends of Yiddish” προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανή τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους.
Πεθαίνει το 1952 (54 ετών), από νεφρική ανεπάρκεια στο Plaistow Hospital και τη θάβουν στο East End Jewish Cemetery. O τάφος σύμφωνα με τις παραδόσεις πρέπει να μείνει χωρίς πλάκα για έναν χρόνο. Στην περίπτωση της Ντόρας έμεινε σαράντα επτά χρόνια και μόνο το 1999 τοποθετήθηκε από μακρινούς συγγενείς της που δεν την γνώριζαν καν προσωπικά. Η επιγραφή στην πλάκα γράφει: “Who knows Dora knows what love means”, φράση που υπήρχε σε γράμμα του Robert Klopstock, φίλου του αιώνια αγαπημένου της Φραντς, και περιέγραφε την αφοσίωσή της σε αυτόν.
Η κόρη της Μarianne, θύμα του πολέμου και των καταστάσεων, κατέληξε σχιζοφρενής. Πέθανε το 1982 μόνη, στο διαμέρισμά της, το σώμα της βρέθηκε μέρες αργότερα σε αποσύνθεση.
Αυτό που στοίχειωνε με φόβο την Ντόρα όταν έμαθε την αρρώστιά της, ήταν τι θα απογίνει η κόρη της, που ήξερε ότι ήταν περίεργο παιδί, αλλά και οι αναμνήσεις της με τον Φραντς. Ο θάνατος θα τα έσβηνε όλα, έτσι αποφασίζει να τα γράψει σε ένα τετράδιο έναν χρόνο μόλις πριν πεθάνει, με την σημείωση ‘To be given to Max Brod’. Υποθέτω ότι ο Mαξ Μπροντ ήταν ο καταλυτικός σύνδεσμός μας με αυτή την ιστορία αγάπης και μεγαλείου ψυχής.
Mια ελεγεία στον έρωτα χωρίς όρια, την ελπίδα και την αφοσίωση, που ο μυστηριώδης Φ. Κάφκα έζησε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του και που μέσω αυτού φωτίζεται η ζωή μιας γυναίκας και ενός λαού που βασανίστηκε, ίσως, όσο κανένας άλλος στην Ιστορία.
Comments