Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους του Νικολά Ματιέ (Νicolas Mathieu), μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωμα (2019)
« Έτρεχαν στο θαμπό χώμα, με ακάλυπτο κεφάλι, άτρωτοι από ατυχήματα, πολύ γρήγοροι, πολύ νέοι, ανεπαρκώς θνητοί».
Το Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους ( Leurs enfants après eux) είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, συνάμα κοινωνικοπολιτικό και ευκολοδιάβαστο, παρά τον αριθμό των σελίδων του (σ.635). Είναι μόλις το δεύτερο μυθιστόρημα του Νικολά Ματιέ (γ.1978), και του χάρισε το σπουδαίο για τα γαλλικά γράμματα Βραβείο Γκονκούρ 2018 (Prix Goncourt 2018).
H υπόθεση εκτυλίσσεται σε τέσσερα κεφάλαια, από το 1992 έως το 1998, στα τέσσερα ζυγά καλοκαίρια, στην (φανταστική) πόλη Εγιάνζ, στην ανατολική Γαλλία (Λοραίνη), μια περιοχή χτυπημένη από την αποβιομηχανοποίηση και την κρίση. Οι ήρωες είναι μια παρέα εφήβων που θα ζήσουν τα τέσσερα καλοκαίρια της εφηβείας τους - « είχε έρθει η ώρα ν’ αρχίσουν όλα». Ο βασικός ήρωας, ο καυγατζής Αντονί με το πεσμένο βλέφαρο και με γονείς που σέρνονται στο δράμα και στον αλκοολισμό, που ερωτεύεται την καλοβαλμένη κοινωνικά και εμφανισιακά Στεφ, ο Μαροκινός-βαποράκι Χασίν, ο ξάδελφος-βαποράκι, η αποφασιστική και οργανωτική Κλεμ και ένα πλήθος άλλων εφήβων και οικογενειών πλαισιώνουν αυτό το κοινωνικό «τοπίο». Τους ακολουθούμε στις πλατείες, στα πάρτυ, στα μπαρ, στην παραλία, στα παρατημένα εργοστασιακά τοπία της περιοχής να κάνουν κανό, να βαριούνται, να φιλιούνται, να καπνίζουν τζόιντ, να πίνουν χωρίς ποτέ να αναρωτιούνται από τι είναι φτιαγμένο το αύριο. Για το μόνο που φλέγονται και έχουν επιθυμία είναι να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους, να ξεφύγουν από τον τόπο τους και τις οικογένειές τους. «Ο Αντονί θυμόταν όταν έτρωγαν οι τρεις τους. Χρόνια ολόκληρα όπου αγαπιούνταν χωρίς να λένε λέξη και που μισούνταν εξίσου».
Ο συγγραφέας, μεγαλωμένος στην περιφέρεια, είναι φανερό ότι γνωρίζει τα θέματα σε βάθος και εκ των έσω. Ο τόπος του δεν είναι το Παρίσι ή οι συνοικίες αλλά οι πόλεις της γαλλικής περιφέρειας της δεκαετίας του ’90 που ρήμαξαν μπροστά στην παγκοσμιοποίηση. Τα εργοστάσια κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο και αφήνουν τον Πατρίκ Καζατί στην ακμάδα της ηλικίας του έρμαιο στο αλκοόλ και στους καυγάδες, την πρώην καλλονή Ελέν να οδηγείται στα ηρεμιστικά και τον Αντονί, προσπαθώντας να αφήσει πίσω τις σχολικές του αποτυχίες, να κατατάσσεται στον στρατό για να « ... να βρει μια θέση, να μάθει να πολεμάει και να δει ξένες χώρες». Ομοίως και οι Άραβες μετανάστες βρίσκονται εξαθλιωμένοι, άνεργοι ή πολύ χαμηλόμισθοι, όπως ο Χασίν και η παρέα του, έχοντας παρηγοριά τα ναρκωτικά, το ποτό και τα αγορίστικα παιγνίδια τους. Όμως, παρ’ όλα τα κοινά τους σημεία, ο Αντονί και ο Χασίν «είχαν ένα τοίχο ανάμεσά τους που τους χώριζε»: τη ζωή που τους επέβαλλαν, τις προκαταλήψεις, το μίσος και τη βία που κληρονόμησαν από την οικογένεια και από την ιστορία, από την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας. Το καλοκαίρι του 1992 σε μια από τις μετωπικές συγκρούσεις μεταξύ του Αντονί και του Χασίν κάτω από τον ανελέητο ήλιο και τη ζέστη με ένα όπλο να τους χωρίζει, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε τον Μερσώ, τον ήρωα του Καμί.
Όμως δεν είναι μονάχα το παρελθόν που τραβά τους ήρωες να χαθούν « ... Ο καθένας είχε αποσυρθεί με την ιστορία του και τη θλίψη του» (Πατρίκ, Ελέν, πατέρας Χασίν), αλλά και στον νέο κόσμο που φαίνεται ότι ξημερώνει δεν υπάρχει θέση πια γι΄αυτούς. Μονάχα η κοινωνικά ανώτερη Στεφ, αφού ανακάλυψε ότι: «Η ‘’αξία’’ δεν ήταν ανεξάρτητη από τους νόμους της καταγωγής ... συγκάλυπτε μια τεράστια επιχείρηση διαλογής, ... ένα σχέδιο διαρκούς αναδιανομής της ισχύουσας ιεραρχίας», αποφάσισε να πάρει τη μοίρα στα χέρια της «έπρεπε να χτίσει το μέλλον της σαν ένα παιχνίδι Lego, τουβλάκι το τουβλάκι ... Ήξερε ότι στο τέλος θα έβρισκε την Εδέμ της, δηλαδή μια καριέρα», γι’ αυτό έβαλε τα δυνατά της να πετύχει.
Οι χρονικές στιγμές των αντίστοιχων καλοκαιριών, πέρα της καλοκαιρινής ραστώνης, είναι μέρες αδελφοποίησης, συμφιλίωσης αλλά και ένδειξης ισχύος της Γαλλίας, μια και μιλάμε για την εθνική επέτειο της 14ής Ιουλίου (1992,1996) ή τον ημιτελικό Γαλλία-Κροατία (1998): «Η χώρα ολόκληρη μόλις είχε αγκυροβολήσει σε μια συλλογική φαντασίωση. Ήταν μια στιγμή ενότητας, ερωτική, άκρως σοβαρή». Ο Χασίν νιώθει επίσης αυτή την ενότητα επιστρέφοντας από τις διακοπές « ... στο κυκλοφοριακό πήξιμο, στα βενζινάδικα, ... ένιωσε αποδεκτός ... », ένας τεράστιος ενοποιητικός παράγοντας που οικοδομούσε την γαλλική του ταυτότητα.
Ο συγγραφέας έχει το χάρισμα να γλιστρά μέσα στις ιδιαίτερες στιγμές και τα μυστικά των οικογενειών και των προσώπων με φυσικό και αβίαστο τρόπο και πάνω εκεί να στήνει μια ολοκληρωμένη κοινωνική μελέτη, αναλύοντας ενδελεχώς πώς λειτουργεί το κοινωνικό πλαίσιο, οι συναναστροφές, το σχολείο, η εργασία. Μιλά γι΄αυτούς τους ανθρώπους και την περιοχή με συμπάθεια προσπαθώντας να τους κατανοήσει, ίσως και να τους δικαιολογήσει, χωρίς ίχνος κριτικής. Η γλώσσα του είναι απλή, ζωντανή, αργκό και τολμηρή, είναι η γλώσσα της εφηβείας που οδηγείται από ορμόνες που βρίσκονται σε αναταραχή, είναι η γλώσσα της θλίψης και των ονείρων που ναυάγησαν.
Ο Νικολά Ματιέ μέσα από τα τραύματα της εφηβείας -που μας διαμορφώνει και μας «καίει»- και την πλοκή, ισορροπεί θαυμάσια το κοινωνικοπολιτικό του μυθιστόρημα Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους, με ήρωες στην κυριολεξία από σάρκα και αίμα. Τελικά ξέφυγε κανένας από τη μοίρα του;
«Και ήταν οι ίδιες εκείνες εντυπώσεις που αφήνουν οι καλοκαιρινές νύχτες, ο ίσκιος στα δάση, ο άνεμος στο πρόσωπο, η μοναδική μυρωδιά του αέρα, οι πόροι της ασφάλτου,τόσο οικείοι όσο και η επιδερμίδα ενός κοριτσιού. Εκείνο το αποτύπωμα που είχε αφήσει στη σάρκα του η κοιλάδα. Την τρομακτική γλύκα ότι κάπου ανήκε».
Comments