NEVERHOME του Λερντ Χαντ, μτφ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2021 [ Neverhome, Laird Hunt, 2014]
«Ήμουν δυνατή, εκείνος όχι, έτσι ήμουν εγώ που πήγα στον πόλεμο για να υπερασπιστώ τη Δημοκρατία … Του έγραφα ότι μου έλειπε τρομερά. Και επίσης ότι ήμουν τρομερά ευτυχισμένη».
Είναι η πρώτη και η τελευταία αράδα του πρώτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος που αποκαλύπτουν λιτά και λακωνικά το θέμα του, αλλά και κάποιες πλευρές της προσωπικότητας της Κόστανς Τόμπσον ή αλλιώς του -κατά τον πόλεμο στρατιώτη- Ας Τόμπσον.
Η Frances Clayton, μία από τις γυναίκες που μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να πολεμήσει (φωτογραφία).
Το Neverhome φωτίζει τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) μέσα από μια ιδιαίτερη «χαραμάδα» της ιστορίας: o Εμφύλιος μέσα από την ιστορία και τα βίωματα μιας γυναίκας, της Κόνστανς, που ως Ας πια ενδύεται τη στρατιωτική στολή αλλά και το αρσενικό φύλο και κατατάσσεται στα στρατεύματα των Βορείων. Φρεσκοπαντρεμένη, αφήνει τον πολυαγαπημένο της Βαρθολομαίο και το κτήμα της, για να υπερασπίσει τα ιδανικά της ή και για να γνωρίσει τον εαυτό της;
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο/η Ας έρχεται σε επαφή με τη στρατιωτική ζωή, μαθαίνει τον πόλεμο: «Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω». Τα ηρωικά της κατορθώματα της χαρίζουν το προσωνύμιο «ο Γενναίος Ας», της γράφουν μπαλάντα, εμφορείται γενικότερα από συναισθήματα αγαλλίασης, γενναιότητας, ηρωισμού και νοσταλγίας για τον Βαρθολομαίο της και για τη γη που άφησε πίσω. Σύντροφoς στις σκέψεις της είναι ο διάλογος με την από χρόνια πεθαμένη μητέρα της, της οποίας τα λόγια ακούγονται ως διφορούμενοι χρησμοί κάποιου μάντη. Το δεύτερο μέρος είναι αυτό που αποκαλεί η ίδια η ηρωίδα ως την κόλασή της. Μάχες σώμα με σώμα, ακρωτηριασμοί, θάνατοι («ο θάνατος ήταν το εσώρουχο που φορούσαμε όλοι»), προδοσίες, εγκλεισμός της σε φρενοκομείο-φυλακή, τρέλα, ένας κόσμος παραδομένος στη δίνη και στον όλεθρο του πολέμου. Ο εσωτερικός διάλογος με τη μητέρα χάνεται, μονάχα ονειροπολήσεις τη συνδέουν με την παλιά της ζωή, καθώς και η σκέψη και τα γράμματα του Βαρθολομαίου. Το κτήμα τους μαθαίνει ότι έχει καταληφθεί από αντάρτες-ληστές. Θέλει να επιστρέψει να υπερασπίσει τα του οίκου της. Το τρίτο μέρος είναι η επιστροφή από «νόστο», αλλά και από ένα αίσθημα τακτοποίησης λογαριασμών. Αφού βρίσκει στο σπίτι της γυναίκας του στρατηγού της περιστασιακά τη γαλήνη, ξεσπά επιτέλους αποκαμωμένη σε λυτρωτικά και οδυνηρά συνάμα αστείρευτα δάκρυα, συνεχίζει το ταξίδι της επιστροφής προς τον άντρα της και το κτήμα της. Τα αποτυπώματα του πολέμου έχουν αλλάξει τη μορφή της: «δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά αίμα στα μάτια του (της)».
Στον Αμερικανικό Εμφύλιο, οι γυναίκες που συμμετείχαν ήταν κυρίως νοσηλεύτριες και κατάσκοποι, κάποιες άλλες, όμως, όπως έδειξε η ιστορική έρευνα πολέμησαν στα πεδία των μαχών, μεταμφιεσμένες/ντυμένες άντρες.
Ο Λερντ Χαντ με όχημα την Οδύσσεια και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Κόνστανς, που διηγείται τα γεγονότα σε παρελθοντικό χρόνο, χτίζει ένα μυθιστόρημα που αντιστρέφει αρχικά το γνωστό κοινωνικό στερεότυπο: τον ρόλο του άνδρα και της γυναίκας («Η Πηνελόπη πήγε στον πόλεμο και ο Οδυσσέας έμεινε πίσω», «Ήμασταν και οι δύο μικροκαμωμένοι, όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από μάλλινη κλωστή κι εγώ από σύρμα»), αλλά διά μέσω αυτού καταλύει επίσης και την «ωραιοποίηση» των ιδανικών του πολέμου: «Αλλά σε τούτη τη στοίβα με βιβλία που έχω, δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα με τουφέκι στο χέρι. Στα βιβλία αυτά, οι γυναίκες είναι αγίες και άγγελοι, οι άντρες ευγενείς και θαρραλέοι, όλα γίνονται γρήγορα και ωραία και τίποτα δεν μυρίζει αίμα».
Το Νeverhome, όμως, είναι και ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης/μαθητείας της Κόνστανς. Εκτός από τον πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής που κυριαρχούν ως γραμμική αφήγηση, υπάρχει και μια εσωτερική αφήγηση της Κόνστανς, που πέρα από τις ονειροπολήσεις και τα παραληρήματά της, μας περιγράφει ιστορίες της παιδικής της ηλικία, τους προγόνους της, την εμβληματική μορφή της μητέρας, την έλλειψη του πατέρα, τη γνωριμία της με τον Βαρθολομαίο ‒ ίσως το πιο ευχάριστο περιστατικό της «τραχιάς» ζωής της. Η φράση από τον φανταστικό διάλογο του διατηρεί με τη μητέρα της: «Προχώρα. Προχώρα και δες τι έχεις εσύ μέσα σου», είναι και το κλειδί για την προσωπική της οδύσσεια/περιπλάνηση και εξερεύνηση/αυτογνωσία. Αφού η παιδική ηλικία είναι η πατρίδα μας, από εκεί εμφορούμενη, η Κόστανς/Ας είναι θαρραλέα, έχει μάθει να κοιτάζει τον εχθρό κατάματα, να αυτενεργεί, φλέγεται από ένα έμφυτο αίσθημα δικαιοσύνης ‒γι’ αυτό θέλει να απονείμει δικαιοσύνη και για τη μητέρα της‒, έχει σθένος, είναι ατρόμητη, πολυμήχανη. Στους λόγους που κατετάγη (πέρα από την αρχική της δήλωση στην πρώτη αράδα για τα ιδανικά της δημοκρατίας), όπως προκύπτουν από τον διάλογο της με τον στρατηγό σε διάφορα σημεία της αφήγησης, λέει: «Ήθελα απλώς να πολεμήσω. Να στυλώσω τα πόδια, να σταθώ ακλόνητη, να μην κάνω ποτέ πίσω», « … ήθελα μονάχα να φύγω μακριά για λίγο».
Πώς παρουσιάζονται οι άντρες του μυθιστορήματος; O Βαρθολομαίος είναι τρυφερός, θέλει την παραδοσιακή οικογένεια, είναι καλός χορευτής και τραγουδιστής, αγαπά τη ζωή και τις χαρές της, είναι μειλίχιος. Ο στρατηγός είναι μορφωμένος, διαλογίζεται και προσπαθεί ίσως και αυτός να δικαιολογήσει στον εαυτό του την εμπλοκή του στον πόλεμο. Τόσο οι υπόλοιποι άντρες όσο και οι γυναίκες που συναντά η ηρωίδα στο ταξίδι της, φέρουν τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά των αρχετυπικών ρόλων.
Η στρατιώτης της Ένωσης Kady Brownell, με το προσωνύμιο "Heroine of Newbern" , αφού έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της για τους συμπολεμιστές της στη μάχη του Newbern στη Βόρεια Καρολίνα © Bettmann/Corbis
Ο Λερντ αποδίδει με γραφή απέριττη, ξηρή, ρεαλιστικά τα τοπία του πολέμου· το ύφος του μετατρέπεται σε νοσταλγικό και εξομολογητικό στα μεταφυσικά μέρη, όπως οι διάλογοι με τη νεκρή μητέρα και οι παραισθήσεις/όνειρα της Κόστανς/Ας. Παρ’ όλα αυτά, και στην πιο λυρική γραφή του ελλοχεύει η σκιά του πολέμου που διαποτίζει όλο το μυθιστόρημα. Ο μεταφραστής Χρήστος Οικονόμου έχει διατηρήσει τον ρυθμό του λόγου και αποδίδει εξαιρετικά τη μετάβαση από το ένα ύφος στο άλλο.
Ο τίτλος Νeverhome, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο βίντεο που ακολουθεί των εκδόσεων Πόλις, είναι μια λέξη που δεν υπάρχει στα λεξικά, είναι ένα τοπωνύμιο· είναι ένας τόπος όπου η ψυχή δεν μπορεί να γαληνέψει.
Ο Laird Hunt γεννήθηκε το 1968 στη Σινγκαπούρη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και στο Jack Kerouac School of Disembodied Poetics στο Naropa University. Σπούδασε επίσης Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου του ΟΗΕ, δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ και σήμερα είναι καθηγητής στο Brown University. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Eleni Sikelianos, απόγονο του Άγγελου Σικελιανού. Έχει δημοσιεύσει δέκα βιβλία, έχει μεταφράσει βιβλία από τα γαλλικά, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες New York Times, Washington Post, Wall Street Journal, Guardian, Irish Times και Los Angeles Times.
Το Neverhome τιμήθηκε στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αμερικανικής Λογοτεχνίας.
Comments