ΕΝΑ TΡΑΜ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΠΟΘΟΣ» του Τ.Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Μ.Μαρμαρινού στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Μπλάνς : Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία....
Με ένα από τα εμβληματικότερα έργα της δραματουργίας του 20ου αιώνα καταπιάστηκε ο ρηξικέλευθος, αναμορφωτής σκηνοθέτης Μ.Μαρμαρινός και ήταν επόμενο να ταράξει τις «κατεστημένες» εικόνες που έχουν περάσει σχεδόν στο υποσυνείδητό μας από την κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Ηλία Καζάν , με την Βίβιαν Λη ( Μπλάνς) και τον Μάρλον Μπράντο (Στάνλεϋ), αλλά και από την θεατρική παράσταση του Κάρολου Κούν του 1949, με την Μελίνα Μερκούρη ως Μπλάνς, που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε βέβαια από φωτογραφίες, από την μουσική του Μάνου Χατζιδάκη από την μετάφραση των Γκάτσου-Βολανάκη-Οικονομόπουλου, στοιχεία δηλαδή που της προσδίδουν ένα ειδικό βάρος. Το έργο αυτό εκτινάσεται στη σφαίρα του μύθου λοιπόν. Η γραφή όμως του Μ.Μαρμαρινού στο θέατρο πάντα πλησιάζει διερευνητικά τα έργα, τα αποδομεί θέλοντας να τους δώσει πνοή νέας δημιουργίας, να σπάσει δεδομένες φόρμες και μύθους, να μπορέσουν να συνομιλήσουν με άλλες τέχνες (κυρίως την μουσική) και έτσι να τα οδηγήσει ένα βήμα παραπέρα.
Το «Ένα τραμ με το όνομα Πόθος» έχει σαν κύρια θεματολογία την ανεπάρκεια της φαντασίας και των ψευδαισθήσεων έναντι της σκληρής πραγματικότητας, την σχέση ανάμεσα στο σεξ και το θάνατο, την κοινωνική αφομοίωση των ξένων στο Αμερικάνικο έθνος και τις ηθικές συμβάσεις που αντιμετωπίζει το άτομο. Όπως στα περισσότερα έργα του, ο Τέννεσι Ουίλλιαμς θέτει την γυναίκα σαν κεντρικό άξονα και διαμέσου αυτής φωτίζει τα δράματά του (η Μπλάνς στο Το τραμ που λέγεται Πόθος, η Λώρα στο Γυάλινο Κόσμο, η Άλμα στο Καλοκαίρι και Καταχνιά κά). Το συγκεκριμένο έργο βρίθει αυτοβιογραφικών αντιστοιχιών με την ζωή του συγγραφέα. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, η μητέρα του υπήρξε νότια καλλονή, η αδελφή του έπασχε από σχιζοφρένεια, ο ίδιος ήταν χρήστης αλκοόλ και ναρκωτικών, ο νεανικός του έρωτας τον άφησε για μία γυναίκα και μετά πέθαινε νέος, θα έλεγε κανείς ότι όλη η ζωή του αποτυπώνεται σε μικρά ψίγματα διάσπαρτα σε αυτό το έργο. Ο κριτικός και ποιητής Γιάννης Βαρβέρης αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Τέννεση Ουίλλιαμς: «Η ταλανισμένη συνείδηση έχει το θλιβερό προνόμιο να βαστάει το νυστέρι και να αποκαλύπτει τα πιο μύχια τραύματά της, που είναι λίγο πολύ τα ανθρώπινα τραύματα…..όταν μάλιστα το νυστέρι τούτο συμβαίνει να μεταμορφώνεται σε σμίλη δημιουργική…..το αμείλικτο ενώπιος ενωπίω που ορθώνει μπροστά μας, όσο και αν είναι σκληρό, είναι όμως αληθινό»(από την «Κρίση του θεάτρου»). Επίσης πολλά είναι τα σύμβολα που παραπέμπουν σε ψυχολογικές αναγνώσεις, όπως η άρνηση της Μπλάνς για το φώς, τα συχνά μπάνια που χαλαρώνει και «καθαρίζει», το «κρέας» που πετάει ο Σταν στη Στέλλα.
Ο Μ.Μαρμαρινός για να απαλλαγεί λοιπόν από την μυθολογική διάσταση και τα βάρη του χρόνου και των ερμηνειών που ακολουθούν το έργο, αρχίζει από μία καινούργια μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, με τον τίτλο «Ένα τραμ με το όνομα Πόθος». Όπως αναφέρει και στο φροντισμένο πρόγραμμα του έργου ο μεταφραστής του, χρησιμοποίησε μια δεύτερη εκδοχή του κειμένου, την επίσημη από τον ίδιο τον συγγραφέα, που διαφοροποιείται από αυτή που στηρίχτηκε ο Καζάν, επίσης μας παραθέτει σε ένθετο βιβλιαράκι, χειρόγραφα κείμενα και σχεδιάσματα του Τ.Ουίλιαμς. Τα παραπάνω τον οδήγησαν σε μία μετάφραση «ακριβείας», που η ποίηση του κειμένου προκύπτει απο μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση και από μέτρα μουσικής αντίληψης με τον ρυθμό των μπλούζ να τα οδηγεί. Το δεύτερο ανανεωτικό στοιχείο που εισάγει ο σκηνοθέτης, είναι το στοιχείο της μουσικής μπάντας που αποτελείται όμως από τους ίδιους τους ηθοποιούς, όπου σε πολλές στιγμές με την βοήθεια της μουσικής τονίζουν, σχολιάζουν ή και αντικαθιστούν τον λόγο. Άλλωστε τα μπλούζ της Ν.Ορλεάνης είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός, είναι ταυτόσημα με τους ανθρώπους και τον λυγμό τους.
Η σκηνοθετική αντίληψη του Μ.Μαρμαρινού πιο εγκεφαλική, προσφέρει μια ισορροπία και αναπνοή στο κείμενο τονίζοντας την μουσικότητά του λόγου, προσπαθώντας να οδηγήσει τους εξαιρετικούς ηθοποιούς σε γήινες ερμηνείες που το ποιητικό ύφος του κειμένου να προκύπτει από την ψυχική τους κατάσταση. Εργαλείο σκηνοθετικό είναι η τεράστια οθόνη ,που τοποθέτησε η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Εύα Νάθενα, πάνω ακριβώς από την σκηνή, που λειτουργεί με διάφορους τρόπους για τον θεατή. Καταρχήν δίνει μια άλλη οπτική στην σκηνή και στα δρώμενα ανάλογα με το πώς είναι τοποθετημένες οι κάμερες, απομονώνει σκηνές, έχουμε δηλαδή την ψευδαίσθηση μιας ταινίας που δεν προβάλει όμως ακριβώς ότι βλέπουμε στην σκηνή και το κυριότερο οι προβολές είναι πάντα ασπρόμαυρες. Η Μπλάνς της εξαιρετικής Μαρίας Ναυπλιώτου με την είσοδό της στη σκηνή, δίνει την εντύπωση αρχικά μιάς γήινης παρουσίας, χωρίς αυτό το ονειροπόλο και ψυχολογικά διαταραγμένο ύφος που έχουμε ως εικόνα. Παρουσιάζεται σαν μια ηρωίδα από φίλμ-νουάρ ντυμένη με ένα ταγίερ εποχής σε αποχρώσεις του λευκού-μπέζ, μια ξεπεσμένη, μορφωμένη αριστοκράτισα του Νότου που για να ξεφύγει από τον θάνατο βρίσκει καταφύγιο στο ποτό και στους άνδρες. Βέβαια στην εξέλιξη του δράματος εμφανίζονται οι ρωγμές, οι ανασφάλειές της και κάτι παραπάνω: το προφίλ μιάς γυναίκας εύθραυστης που αρνείται να δεχτεί κάποια πραγματικά γεγονότα, υποκύπτει στα πάθη της και οδηγείται σε ένα σπαραχτικό φινάλε. Μόνο που στο ενδιάμεσο δεν φωτίστηκαν νομίζω πλευρές του χαρακτήρα της, όπως η χειριστική συμπεριφορά της Μπλάνς απέναντι στην αδελφή της και στον Μιτς. Το συστατικό στοιχείο όμως που λείπει από την παράσταση είναι ο έλξη, ο σπινθήρας μεταξύ Μπλανς και Στάνλευ. O ενδιαφέρων ηθοποιός Χάρης Φρακούλης ως Στάνλευ δεν μεταδίδει ως εμφάνιση και συμπεριφορά, ερωτική έλξη και πάθος σε σχέση με την Μπλάνς της Μ.Ναυπλιώτου που ως παρουσία του επιβάλλεται. Τα πρωτόγονα ένστικτά του θυμίζουν παιδικές αντιδράσεις και όχι το σκληρό αρσενικό που φτάνει ως στην ακραία πράξη βιασμού, αλλά και εδώ ακόμα ο σκηνοθέτης αποφορτίζει την σκηνή έτσι ώστε ο βιασμός να είναι διφορούμενος αν δεν γνωρίζει κανείς το κείμενο. Η Θεοδώρα Τζίμου ως Στέλλα δίνει την πρέπουσα υπόσταση στο ρόλο, δεν χάνεται στη σκιά της αδελφής, είναι καλοπροαίρετη παρόλο που ακροβατεί «ανάμεσα» στην σχέση της με την Μπλάνς και τον Στάνλευ. Η Στέλλα έχει και αυτή την ίδια ευγενική καταγωγή με την Μπλάνς, αλλά αποδέχτηκε την πραγματικότητα στο πλευρό του Στάνλευ, που εκτός από την ερωτική έλξη που τους δένει φαίνεται να περνούν καλά , πριν την ξαφνική επίσκεψη της Μπλάνς. Ο Άγγελος Τριανταφύλλου έχει διπλό ρόλο στην παράσταση, ως Μίτς, φίλος του Στάνλευ, αλλά πιο καλλιεργημένος, τζέντλεμαν εκ φύσεως, προσκολλημένος στη μητέρα του, ένας αγαθός γίγαντας, που ερωτεύεται την Μπλάνς ή καλύτερα την πλευρά που η Μπλάνς του δείχνει και όχι αυτό που πραγματικά είναι. Ο Ά.Τριανταφύλλου επιστρατεύει την απαραίτητη αδεξιότητα και καλή πρόθεση που απαιτεί ο ρόλος. Είναι ο μόνος χαρακτήρας μαζί με την Στέλλα που συμπονεί μέχρι το τέλος την Μπλάνς. Ο δεύτερος ρόλος του είναι ως συνθέτης της παράστασης και πιστεύω ότι τα κατάφερε άριστα ως προς την διαλεκτική σχέση κειμένου και μουσικής. Η Ευαγγελία Καρακατσάνη ως Ευνίκη, εντυπωσίασε με την φωνή , το μπρίο της και υποστηρίζοντας σταθερά τις αξίες της. Ο Αdrian Frieling ως Στηβ, άνδρας της Ευνίκης και φίλος του Στάνλευ, αντιπροσωπεύει και αυτός το κλασικό θερμόαιμο αρσενικό, μόνο που εδώ έχει ρόλο αντιπερισπασμού και αποφόρτισης καταστάσεων και τονίζει το στοιχείο του ξένου. Η σκηνογράφος – ενδυματολόγος Εύα Νάθενα, συντάχτηκε πλήρως με τις σκηνοθετικές οδηγίες και βοήθησε την σκηνοθετική ματιά με την οθόνη και την απέριτη χωροταξική αντίληψη της σκηνής. Τα κουστούμια και η χρωματική παλέτα που χρησιμοποίησε ήταν απόλυτα προσαρμοσμένα στο ότι αντιπροσώπευε ο κάθε χαρακτήρας και ρόλος.
Εν κατακλείδι μία παράσταση που μπορεί να της έλειπαν οι συναισθηματικές φορτίσεις και τα κρεσέντα, είχε όμως κλιμακούμενα συναισθήματα, ισορροπία, μια πιο σύχγρονη ματιά και ένα ανοιχτό πεδίο ερμηνειών όχι μόνο λόγο του ιδιαίτερου φινάλε, αλλά και για άλλα σημεία του κειμένου. Όπως επισήμανε σε συνέντευξή του ο Μ.Μαρμαρινός «…… βλέπω τον θίασο σαν μια μπάντα που παίζει ένα μπλουζ που αγαπάμε. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.»
Comments