ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ του Sebastian Barry, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης - Μαρία Αγγελίδου, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 2024 [Old God’s Time, Sebastian Barry, 2023]
«Η σκέψη μου πρέπει να βρει την αλήθεια. Αλλά πώς; Σκληρή βεβαιότητα, κάθε φορά που η σκέψη νιώθει πως την ξεπερνά ο ίδιος ο εαυτός της όταν αυτός, ο ερευνητής, είναι ταυτόχρονα κι όλη η σκοτεινή χώρα που πρέπει να ερευνήσει κι όπου όλα του τα εφόδια δεν τον βοηθούν σε τίποτα. Να ερευνήσει; όχι μόνο: να δημιουργήσει. Βρίσκεται απέναντι σε κάτι που δεν υπάρχει ακόμα και που μόνο αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει, κι ύστερα να το φέρει μέσα στο δικό του φως».
(Μ. Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Ι , μτφρ. Π. Ζάννας, εκδ. Ηριδανός, σ. 64-65)
Παλεύοντας με τα κύματα
Επανέρχεται διαρκώς η γνωστή κουβέντα για το πώς μια μικρή σε έκταση χώρα, όπως η Ιρλανδία, πέρα της πλούσιας λογοτεχνικής της παράδοσης, καταφέρνει και συνεχίζει να παρουσιάζει τόσο σπουδαίες λογοτεχνικές φωνές. O ίδιος, ο συγγραφέας του Καιρού του Θεού, Σεμπάστιαν Μπάρι, απάντησε: «Ως βραβευμένος για την Ιρλανδική Λογοτεχνία [Laureate for Irish Fiction, 2018] έκανα δεκαοκτώ podcasts με συναδέλφους μου Ιρλανδούς συγγραφείς, σε μια προσπάθεια να μάθω τι είναι αυτό που κάνουμε και γιατί. Κανένας δεν ήξερε. Όμως μου φάνηκε πολύ διασκεδαστικό να το ανακαλύψω. Διακινδύνευσα το κλισέ “Χρυσή εποχή της ιρλανδικής συγγραφής” ως σλόγκαν. Επίσης, μια χρυσή εποχή των αναγνωστών, φυσικά. Η ιστορία της Ιρλανδίας, και μάλιστα της σύγχρονης ζωής, είναι ένα καλάθι με μπλεγμένα κουβάρια και εμείς προσπαθούμε να ξεμπερδέψουμε τους κόμπους» (2023, https://thebookerprizes.com/the-booker-library/features/sebastian-barry-interview-old-gods-time).
Αυτό το κουβάρι του μυαλού του προσπαθεί να ξετυλίξει ο εξηνταεξάχρονος Τομ Κετλ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Τον καιρό του Θεού, όπου οι προσωπικές του εμπειρίες και μνήμες συνδέονται άρρηκτα με τις σεξουαλικές κακοποιήσεις ανηλίκων εκ μέρους μελών της Καθολικής Εκκλησίας που είχαν αναλάβει την προστασία και την εκπαίδευσή τους. Ο Τομ, αγνώστου ταυτότητας και μεγαλωμένος σε εκκλησιαστικά ιδρύματα, αυτόπτης μάρτυρας τέτοιων αποτρόπαιων πράξεων, αναγκάζεται να στρατευτεί στα δεκαεπτά του υπό τη βρετανική σημαία και, χωρίς να το θέλει πραγματικά, να γίνει σφαγέας Μαλαισιανών ανταρτών. Κατόπιν εργάζεται στην ιρλανδική αστυνομία (Γκάρντα Σιοχάνα), κάνει οικογένεια, και συνταξιούχος, πια, κατοικεί εδώ και εννέα μήνες (παρών μυθιστορηματικός χρόνος η δεκαετία του 1990) κοντά στην παραλία του Ντάλκι, σε ένα ανακαινισμένο παράσπιτο ενός βικτοριανού αρχοντικού, ακούγοντας τους ψιθύρους της θάλασσας και τους κορμοράνους, καθισμένος στην ψάθινη πολυθρόνα του «ακίνητος, ευτυχής και άχρηστος». Αποκομμένος από τους γείτονές του, με μοναδική παρέα την ανάμνηση της λατρεμένης του γυναίκας Τζουν ‒νεκρής κάποια χρόνια‒ και πάντα προσμένοντας την επίσκεψη της κόρης του, Γουίνι. Ένα ήρεμο απόγευμα του Φεβρουαρίου, ένα χτύπημα στην πόρτα είναι αρκετό να τον ταράξει, καθώς θα τον φέρει αντιμέτωπο με τις αναμνήσεις του, τους νεκρούς του, το τραύμα του — τους δαίμονές του.
Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο διαφαίνεται η αφηγηματική δεινότητα του Σεμπάστιαν Μπάρι: όταν υπάρχει ένα γεγονός/μια πράξη που λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο/στο εξωτερικό περιβάλλον, η εξέλιξη αυτή καθαυτή επιβραδύνεται και μεταφέρεται στις σκέψεις του Τομ, είτε με τη μορφή των αναδρομών στο παρελθόν του είτε με την ενδοσκόπηση, ή και με το όνειρο. Έτσι η φαινομενικά «πραγματική» πλοκή, που αφορά την παλιά υπόθεση του Τομ, αντικαθίσταται σιγά σιγά από τη «φαντασιακή». Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται σύγχυση στον αναγνώστη για το τι έχει συμβεί και τι όχι, τι είναι πραγματικό γεγονός και τι ανάμνηση ή φαντασία, αν ο Τομ είναι αξιόπιστος αφηγητής, εντέλει. Ο ίδιος βιώνει πραγματικά αυτό που περιγράφει κάθε φορά και αναλογίζεται πως «του είχαν ζητήσει να γυρίσει πίσω, να θυμηθεί· λες και μπορεί ο άνθρωπος να θυμηθεί στ’ αλήθεια». Ο Τομ μετά την εμφάνιση των δύο αστυνομικών (Γουίλσον και Ο’Κέισι), που ερευνούν εκ νέου μια παλιά του υπόθεση που τον στοιχειώνει στην κυριολεξία, βρίσκεται σε κατάσταση στρες, βυθίζεται όχι μόνο στις αναμνήσεις του, αλλά αναβιώνει νοερά τα πολλαπλά ψυχικά του τραύματα. Η μνήμη του κάποια γεγονότα δεν τα αναπαριστά ολοκληρωμένα ή τα έχει αλλοιώσει και απωθήσει για να μπορέσει να συνεχίσει ο ίδιος να ζει. Επομένως, τίθεται ο βασική ιδέα του βιβλίου για την αληθοφάνεια της μνήμης, ειδικά όταν σε αυτή έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους το τραύμα και οι απώλειες («θλιβεροί σταθμοί της μνήμης»). Ο συγγραφέας λειτουργεί ως καταγραφέας των σκέψεων του ήρωα, ως μάρτυράς του, υιοθετεί την οπτική του χωρίς να αναμειγνύεται.
Αντιστικτικά, παρά την ομίχλη που επικρατεί στο μυαλό του Τομ, περιγράφονται με ακρίβεια τα τοπία κι άλλες καθημερινές λεπτομέρειες, που μόνο το εξασκημένο μάτι ‒η δεύτερη φύση του Τομ, λόγω επαγγέλματος‒ μπορεί να παρατηρήσει. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι ο Τομ, παρά τις αντιξοότητες που ξεκινούν από τη γέννησή του, αγαπάει τη ζωή, αγαπάει με όλη του τη δύναμη τη σύζυγό του Τζουν και τα παιδιά του, Γουίνι και Τζο, που θέλει να τους προσφέρει ό,τι αυτός και η Τζουν στερήθηκαν («Σκηνές εγκλήματος του φαίνονταν, και η δική του ζωή και η δική της»): το χάδι και την ασφάλεια της οικογένειας. Η αγάπη είναι η κινητήρια του δύναμη, η πυξίδα του. Αυτά τα δύο στοιχεία, οι λεπτομερείς περιγραφές και η αγάπη, είναι τα σταθερά σημεία του μυθιστορήματος που γειώνουν κατά κάποιο τρόπο τον αναγνώστη. Αν σε επίπεδο πλοκής όλα είναι ασταθή ‒και κάποιες φορές ακόμα και τα πρόσωπα που εμφανίζονται και συνδιαλέγεται ο Τομ είναι αποκυήματα της φαντασίας του ή φασματικές παρουσίες‒ σε επίπεδο συναισθήματος ο αναγνώστης πατάει γερά, μπορεί να ταυτιστεί με τον Τομ και να τον συμπονέσει.
Το αστυνομικό στοιχείο που δίνει την αρχική κίνηση στο μυθιστόρημα, παρόλο που είναι πρόδηλο ότι δεν αποτελεί το κύριο μέλημα του συγγραφέα, το χρησιμοποιεί κατάλληλα ώστε να δημιουργήσει την απαραίτητη ένταση και αγωνία. Διότι αυτό που ενδιαφέρει τον Μπάρι προοικονομείται στο motto του μυθιστορήματος. H ζωή του Τομ μοιάζει με εκείνη του Ιωβ, μια δοκιμασία πίστης προς τον Θεό (;) ή προς την ίδια τη ζωή; Επίσης, στο δεύτερο κεφάλαιο ο Τομ αναφέρει την προτίμησή του στον Ιρλανδικό Μεγαλόκερο που βρίσκεται ως έκθεμα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και γειτονεύει με τη γαλάζια φάλαινα, που ο τρόπος έκθεσής της τον « … μετέτρεπε τον ίδιο σε διπλό Ιωνά, μέσα μια φάλαινα που ήταν μέσα σε άλλη φάλαινα — αχ, ήταν ευλογημένος, ιερός χώρος». Οι αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη και ο συνδυασμός τους με τους μυθικούς μονόκερους που εμφανίζονται συχνά στον Τομ στις ονειρικές αφηγήσεις του, είναι ένα επιπλέον μέσο του συγγραφέα για να εισαγάγει τα σύμβολά του στο μυθιστόρημα. Υπάρχουν και άλλα, όπως ο κήπος του κυρίου Τόμελτι (ιδιοκτήτης αρχοντικού) που αντανακλά το πέρασμα του χρόνου, τις αλλαγές της φύσης που συμβαδίζουν με τις συναισθηματικές αλλαγές του Τομ· επίσης, η γη συνδέεται με την πραγματικότητα, τη σταθερότητα και την αέναη επανάληψη. Σε αντίθεση, η θάλασσα με τον απρόβλεπτο πολλές φορές χαρακτήρα της πυροδοτεί τη φαντασία και τον συναισθηματικό του κόσμο. Στη θάλασσα, άλλωστε, στρέφεται ο Τομ σε μια προσπάθεια εξιλέωσης, ακούγοντας ως απόηχο την εκτέλεση του εβραϊκού μουσικού κομματιού Kol Nidrei (για τη Μέρα της Εξιλέωσης).
«Η ιστορία του ειπώθηκε, κι αυτός δεν την είχε πει σε κανέναν».
Στον Καιρό του Θεού, πέραν του ότι είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της χρονιάς, η αφηγηματική επιδεξιότητα του Σεμπάστιαν Μπάρι κατακλύζει τον αναγνώστη σταδιακά και εγείρει, παρά τα αποτρόπαια και ειδεχθή θέματα που περιγράφει και τις τραγικές δοκιμασίες ζωής του ήρωα, συναισθήματα συμπόνιας, παρηγοριάς και καλοσύνης, με οδηγό τον ηθικό κώδικα του Τομ. Τελικά, λέγονται οι ιστορίες ή χάνονται στον «παλιό καιρό του Θεού»;
ΥΓ.1: Η έκφραση «Old God's Time» ορίζεται στο Oxford Reference ως «an expression indicating a period beyond memory [μια έκφραση που υποδηλώνει μια περίοδο πέρα από τη μνήμη]».
ΥΓ.2:O Σεμπάστιαν Μπάρι αφηγείται πώς εμπνεύστηκε τον Καιρό του Θεού και διαβάζει ένα απόσπασμα του βιβλίου (https://www.youtube.com/watch?v=oNl5FW0nbA4).
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ (Από το βιβλίο)
O Sebastian Barry γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955. Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως. Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του βραβείου Booker για τα μυθιστορήματα Μακριά, πολύ μακριά (Πόλις, 2007) και Η μυστική γραφή (Καστανιώτης, 2009), με το τελευταίο να έχει κερδίσει το 2008 τα βραβεία Costa Book of the Year και James Tait Black Memorial. Το 2011, το βιβλίο του Εις γην Χαναάν (Καστανιώτης, 2011) ήταν στη μακρά λίστα του βραβείου Booker. Το μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (Ίκαρος, 2018) τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017. Επιπλέον, βρέθηκε στη μακρά λίστα των Booker 2017, HWA Endeavour Ink Gold Crown 2017 και Andrew Carnegie Medals for Excellence in Fiction 2018. Το Φεβρουάριο του 2018 ο Sebastian Barry τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction). Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του Χίλια φεγγάρια (2020), η συνέχεια του Μέρες δίχως τέλος.
Comentarios