ΓΚΟΛΕΜ του Pierre Assouline, εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Μαρίζα Ντεκάστρο
ΥΠΟΘΕΣΗ
Ο Γκυστάβ Μεγέρ, γκραν μετρ σκακιστής, χαρισματική προσωπικότητα, που πάσχει από επιληψία, κατηγορείται ξαφνικά και εν αγνοία του για το συμβάν του ιδιόμορφου θάνατου της πρώην συζύγου του Μαρί Μεγέρ, γιατρό και ακτιβίστρια, που διατηρούσε το μπλογκ Μedicart. Επιπροσθέτως, ένα τροχαίο δυστύχημα που εμπλέκεται τυχαία και χάνονται δύο ζωές, τον βαρύνει. Η αστυνομικός Νίνα, ικανή, σχολαστική και έξω από τα κατεστημένα καλούπια , αναλαμβάνει την υπόθεση. Γνωρίζει την κόρη του Γκυστάβ, την Έμμα και προσπαθεί μέσω αυτής να προβλέψει την επόμενη κίνησή του.
Ο Γκυστάβ, συνειδητοποιώντας ότι είναι κυνηγημένος, μεταμφιέζεται και ανασυνθέτει στο μυαλό του κάποια θέματα που έχουν να κάνουν με μια λεπτή νευροχειρουργική επέμβαση που έχει υποστεί στον εγκέφαλο, λόγω της επιληψίας που πάσχει, από τον παιδικό του φίλο και διάσημο νευροχειρουργό Ρομπέρ Κλαπμάν· έτσι, έρχεται αντιμέτωπος με μια συγκλονιστική αλήθεια. Μαζί με την επέμβαση, ο Κλαπμάν, παράνομα και χωρίς την έγκριση του, είχε επέμβει και σε ένα σημείο του εγκεφάλου όπου του αναβάθμισε τη μνήμη και την ικανότητά του να επεξεργάζεται πληροφορίες. Τον είχε μετατρέψει σε… τέρας ή γκόλεμ κατά τον εβραϊκό μύθο.
Οι καταιγιστικές και συγκλονιστικές ανακαλύψεις για την ύπαρξή του, καθώς και η επίσκεψή του στην παιδική του γειτονιά και το εβραϊκό μνημείο της Σοά, τον φέρνουν αντιμέτωπο με την ακατανίκητη επιθυμία να αναμοχλεύσει το παρελθόν των προγόνων του, τον μύθο των γκόλεμ και ως φυγάς και προσκυνητής ανά την Κεντρική Ευρώπη, ακολουθεί μια ιδιαίτερη παρτίδα σκακιού με σκοπό να αποκαλύψει την εσωτερική του αλήθεια διαμέσου της ιστορίας του βασανισμένου εβραϊκού λαού.
ΣΚΕΨΕΙΣ
Ο P. Assouline είναι ένας κατεξοχήν λόγιος συγγραφέας με εξαιρετικά μυθιστορήματα-μελέτες ιστορίας και μνήμης (βλέπε Ξενοδοχείο Lutecia, Το Πορτραίτο, Ζιγκμαρίγκεν). Αυτή τη φορά μας εκπλήσσει με ένα έργο που δανείζεται την αστυνομική φόρμα και πλοκή για να το μετουσιώσει διπλά: σε δοκίμιο για την ιστορία του εβραϊκού λαού, αλλά και προειδοποίηση κινδύνου για το που μπορεί να φτάσει η άμετρη ματαιοδοξία του ανθρώπου που υπηρετεί την επιστήμη αν ξεπεράσει τα ανθρώπινα δεδομένα. Μια ιστορία του άμεσου μέλλοντος, δηλαδή.
Χρησιμοποιεί τη σημειολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος με ευρήματα λόγια, όπως το γράμμα του Τσελάν, το λευκό πουκάμισο του Γκυστάβ, τον συνδυασμό του Πρίμο Λέβι, και ο κατάλογος συνεχίζεται. Τα δευτερεύοντα πρόσωπα όπως οι αστυνομικοί, η Νίνα με τα μαύρα ρούχα, ο ειδικός της πληροφορικής, ο γκραν μετρ, έχουν όλα τα κλισέ των αστυνομικών σειρών. Η πυκνή πλοκή επίσης μας σε κρατά σε εγρήγορση και αγωνία γιατί θίγει, παράλληλα, θέματα στην αιχμή της τεχνολογίας και της επιστήμης, όπως ο τηλεκατευθυνόμενος θάνατος της Μαρί, το μπλογκ που καταγγέλλει θέματα τρανσουμανισμού, την εμφύτευση ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο για να αυξηθεί η μνήμη. Ακολουθεί το κυνηγητό ή η φυγή του Γκυστάβ· όλα αυτά θα ήταν αρκετά για ένα ολοκληρωμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Αssouline που αλλάζει στη στιγμή επίπεδο.
Περνάμε λοιπόν στους άλλους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος που είναι η Μνήμη και η Ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο που ο Γκυστάβ είναι γκραν μετρ σκακιστής. «Θα έρθει άραγε μια μέρα που ή μνήμη της ανθρωπότητας θα διατηρείται περισσότερο μέσα στο πυρίτιο παρά στους νευρώνες;» Ο επαυξημένος άνθρωπος, απόρροια του τρανσουμανισμού, είναι τροποποιημένος με επιστημονικές μεθόδους, ώστε να έχουν ενισχυθεί οι σωματικές και διανοητικές του ικανότητες. Εν ονόματι αυτής της αρχής ο Ρομπέρ Κλαπμάν επιχειρεί να μετατρέψει τον Γκυστάβ σε σούπερ- άνθρωπο γιατί αισθάνεται δημιουργός, δεν έχει όμως τη σοφία να ελέγξει τη δύναμή του.
Και σε αυτό το σημείο, ο Γκυστάβ συγκλονισμένος αρχίζει την έρευνά του για τον μύθο του Γκόλεμ. Η ερμηνεία που χρησιμοποιεί το βιβλίο προέρχεται από την Καμπάλα, όπου κατά τον 16ο αιώνα ένας ραβίνος δημιούργησε από πηλό ένα πλάσμα με «ηράκλεια δύναμη και θαυμαστή ευφυία» έχοντας ως αποστολή να προστατεύσει την εβραϊκή κοινότητα της Πράγας από τα πογκρόμ. Στο μέτωπό του είχε χαράξει την λέξη «εμέτ», που σημαίνει αλήθεια, όταν όμως σβήσεις το αρχικό ε η λέξη «μετ» σημαίνει θάνατος. Έτσι ενεργοποιείται το Γκόλεμ. Ένα βράδυ ξεχνώντας να το απενεργοποιήσει, σκόρπισε τον θάνατο. Κατόπιν, ο δημιουργός του το ακινητοποίησε στους αιώνες των αιώνων, το σώμα του φωλιάζει στις κατακόμβες της Παλιάς-Νέας Συναγωγής της Πράγας. Διπλό το νόημα του μύθου, το δημιούργημα είναι ικανό για το «καλό» και το «κακό», ανάλογα με τις προθέσεις του δημιουργού του. Ο Γκυστάβ κάνει τατουάζ στα χέρια του τις δύο αυτές λέξεις «εμέτ» και «μετ». «Ένιωθε έναν ανομολόγητο αδελφικό σύνδεσμο με το τερατώδες πλάσμα» και επιπλέον διά μέσου της σωματοποιημένης αυτής αποτύπωσης έρχεται κοντύτερα με τους στιγματισμένους με νούμερα προγόνους του.
Στην «υπνοβατική» θα λέγαμε επίσκεψή του στο μνημείο της Σοά, στη συνοικία που γεννήθηκε στο Παρίσι, διαβάζοντας στα ονόματα των νεκρών το επώνυμό του «ήταν σαν να έβλεπε ξαφνικά τον εαυτό του πολύ γέρο και εντελώς νεκρό, τις στάχτες του πεταμένες μαζί με των άλλων εκεί κάτω, στη γη των στρατοπέδων». Στο σημείο αυτό αφυπνίζεται η μνήμη του, αισθάνεται ότι ανήκει και αυτός σε ένα συλλογικό βίωμα, σε ένα πολιτισμό που έχει αφανιστεί.
Η ενδιάμεση στάση του στο Λονδίνο και η συνομιλία με το έργο του Ρόθκο, "Black in Maroon", του δημιουργεί μια αίσθηση σχεδόν θρησκευτική, το έργο τον κυριεύει. «Αρκούσε να αφεθείς για να σε τραβήξει μέσα του το μεγάλο κενό … Ένα βήμα ακόμη και θα περνούσε στον αθέατο κόσμο του». Ο Γκυστάβ βρίσκεται σε σύγχυση, που επιτείνεται στο συνέδριο τρανσουμανιστών στην Οξφόρδη, όπου τον κατακλύζει μια θλίψη δίχως όρια γιατί βιώνει μέσα στο σώμα του τον παραλογισμό. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικού από το παθολογικού έχει μετακινηθεί. Και το χειρότερο, βρίσκεται σε λάθος στρατόπεδο χωρίς την συναίνεσή του.
Aποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι αναγκαιότητας και εσωτερικής αναζήτησης, να εξαφανιστεί στην Μεσευρώπη για να ξαναβρεί τους προγόνους του, τα Γκόλεμ, να έρθει κοντά στις ρίζες του, να γυρίσει στο μηδέν και ίσως τότε μπορέσει να απελευθερωθεί από ότι τον βασανίζει και να ξαναγίνει άνθρωπος. Η κατάδυση αυτή του Γκυστάβ στην Κεντρική Ευρώπη είναι ένα είδος Νέκυιας, ταξιδεύει για να συνομιλήσει με τους νεκρούς του. Οι μετακινήσεις του ορίζονται από μια παρτίδα σκάκι του Μπέκετ, που ο Γκουστάβ παίζει πάνω στον χάρτη της Ευρώπης. Οι σταθμοί του όλοι σηματοδοτούν ένα προσκύνημα , ξυπνούν και κάποιο θραύσμα μνήμης. Κρακοβία, Βιέννη, Βουδαπέστη, Λοτζ, Βρότσλαβ, Βουκουρέστι, Ιάσιο, Κίεβο μόνο που στο τέλος το ταξίδι αυτό καταντά νεύρωση. Η Ευρώπη ένα απέραντο νεκροταφείο, οι άνθρωποι δεν θυμούνται ή δεν θέλουν, νιώθει την απόλυτη απώλεια του πολιτισμού του, της γλώσσας του και αυτό τον συνθλίβει. «Αυτός που είχε έρθει να ξαναβαφτιστεί στην κολυμπήθρα της παλιάς Ευρώπης κυνηγώντας τους δαίμονές του, είχε καταλήξει να βυθιστεί στη σιωπή της φυλής του». Έξοχα λυρικός ο Assouline στο οδοιπορικό του προσκυνήματος και της πνευματικής περιπλάνησης, όπου η θρησκευτικότητα του Γκυστάβ πηγάζει ορμέμφυτα μέσα από τις παραδόσεις του λαού του, και αυτό τον κατακλύζει νοσταλγικά. Τελικός προορισμός η πατρίδα του Γκόλεμ, η Πράγα, όπου ο ήρωας -έμπλεος συγκίνησης και εσωτερικής δύναμής- παίζει την προσωπική του παρτίδα. Σαν τους ήρωες των κλασικών μυθιστορημάτων, αφήνει παράμερα τη μεταμφίεσή του, έχει αγγίξει τις εμμονές και τις πληγές του, αλλά το παρελθόν πώς θα το αντιμετωπίσει, υπάρχει η κάθαρση;
«Φτάνει κάποια στιγμή που πρέπει να σταματήσεις να σέρνεις μαζί σου ένα ολόκληρο νεκροταφείο, να πάρεις απόσταση από το δικό σου έδαφος με τις ταφόπλακες, να κατοικήσεις τις θυσίες, αρνούμενος ταυτόχρονα να σε σκοτώσουν οι νεκροί σου, να ξεμπερδέψεις με τους δαίμονες και να επιστρέψεις στους ζωντανούς».
Ο P.Assouline χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά τον καμβά του αστυνομικού και το διασκεδάζει τόσο αυτός όσο και εμείς οι αναγνώστες, αφού καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς σε δύσκολους προβληματισμούς για την ηθική της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και για την σημασία του παρελθόντος και της ιστορίας για τον άνθρωπο.
«Ζαχόρ: Nα θυμάσαι/να μην λησμονείς». Λυτρώνει η Μνήμη ή η Λήθη;
Υπέροχο και διφορούμενο, για μένα, τέλος.
«Έπειτα, έψαξε τον ουρανό για να βρει που πάει το λευκό όταν λιώνει το χιόνι».
Υ.Γ. : Εξαιρετική όπως πάντα η αισθητική και η επιμέλεια της έκδοσης με τις αναλυτικές σημειώσεις και τη συνέντευξη του συγγραφέα. Ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα των εκδόσεων Πόλις.
Comentarios