Γείρε Πέσε Σήκω του Jon McGregor, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. ΑΓΡΑ, 2021 [ Lean Fall Stand, 2021]
Η πρώτη μου γνωριμία με τον συγγραφέα Τζον ΜακΓκρέγκορ ήταν ο Ταμιευτήρας 13 (από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, όπως και τα προηγούμενα έργα του), ένα ευρηματικό μυθιστόρημα που ξεκινούσε με την εξαφάνιση μιας έφηβης σε μια μικρή επαρχιακή κοινότητα και, ενώ περιμένουμε μια πλοκή αστυνομικού τύπου, το θέμα, που εξελίσσεται σε δεκατρία κεφάλαια-χρόνια, γυρνάει εντελώς προς μιαν άλλη κατεύθυνση, εκείνη της συλλογικής συνείδησης και του περάσματος του χρόνου, με έντονη την παρουσία της χλωρίδας και της πανίδας του τόπου.
Επόμενο ήταν να περάσω και στο τελευταίο του μυθιστόρημα Γείρε Πέσε Σήκω (ναι, χωρίς κόμμα). Όπως διαβάζουμε στις Ευχαριστίες (και όπως άκουσα σε μια συνέντευξη του συγγραφέα), το βιβλίο είναι ένας καρπός που άργησε να ωριμάσει, ενός ταξιδιού του Τζον ΜακΓκρέγκορ στην Ανταρκτική το 2004, στα πλαίσια ενός προγράμματος για συγγραφείς της Βρετανικής Εταιρείας Ανταρκτικών Ερευνών· άρα προετοιμαζόμαστε για τα πολικά τοπία του Νότιου Πόλου, περιοχή ανοίκεια στον άνθρωπο, όπως εξηγεί ο συγγραφέας. (https://www.youtube.com/watch?v=Efpb4zM-Qp4)
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη που αντιστοιχούν στις προσταγές του τίτλου. Η αφήγηση είναι γραμμική με κάποιες αναδρομές σε παρελθοντικά γεγονότα από έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, μόνο που κατά τη διάρκεια της αφήγησης αλλάζουν οι οπτικές, ανάλογα με τα πρόσωπα που εμφανίζονται. Αρχικά, πρόκειται για μια ερευνητική βρετανική αποστολή χαρτογράφησης της Ανταρκτικής για την αναθεώρηση κάποιων στοιχείων από μια ομάδα τριών ατόμων: τον παλαιό έμπειρο γενικό τεχνικό βοηθό Ρόμπερτ Ράιτ (τον επονομαζόμενο Ντοκ) -μετρά τριάντα τρία χρόνια υπηρεσίας στη χερσόνησο και έχει «χτίσει» στην κυριολεξία τον Σταθμό Κ. μαζί με κάποιους άλλους που δεν υπάρχουν πια στη ζωή- και τους νεότερους Τόμας Μέιερς και Λιούκ Αμπεμπάγιο, μεταδιδακτορικούς ερευνητές στην Υπηρεσία Γεωγραφικών Πληροφοριών, στην πρώτη τους αποστολή στον Νότιο Πόλο.
Cape Crozier (B15 Iceberg), by Joan Myers
Το πρώτο μέρος «Γείρε /», που εκτυλίσσεται στην Ανταρκτική, ανοίγει με μια δεξιοτεχνική δραματική σκηνή αντιμετώπισης έκτακτων καιρικών φαινομένων από την πλευρά του Τόμας Μέιερς. Ακολουθούν εναλλάξ και οι οπτικές των άλλων δύο, Ντοκ και Λιούκ, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν έναντι της ξαφνικής κακοκαιρίας. Για κάποιο λόγο βρίσκονται χώρια, αν και σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους, σε διαφορετικές θέσεις και προσπαθούν μάταια να επικοινωνήσουν μέσω της τεχνολογίας που φέρουν πάνω τους. Στην κορύφωση της καταιγίδας, ο έμπειρος Ντοκ παλεύοντας να μην κατακρημνιστεί, παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να εκτελέσει το πρωτόκολλο που απαιτείται για ανάλογες περιστάσεις (μια εκδοχή). Μέχρι να τελειώσει η καταιγίδα, η ικανότητά του να χρησιμοποιεί τη γλώσσα έχει καταρρεύσει όπως και ο ίδιος. «Δεν υπήρχε κωδικός για την απώλεια της γλώσσας». (Δεν αναφέρω τι απέγιναν οι Τόμας και Λιούκ για να μη γίνει το απόλυτο σπόιλερ.) Έξοχες οι περιγραφές της κατακερματισμένης σκέψης και του λόγου του Ντοκ που εναλλάσσονται με στιγμές του παρελθόντος με αγαπημένους φίλους στους πάγους, αλλά και οι αναφορές στην οικογενειακή του ζωή. Θραύσματα λέξεων και σκέψεων, επαναλήψεις, αναδρομές, μια χορογραφία του μυαλού που ακολουθεί τη χορογραφία των κινήσεων διάσωσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την καθημερινότητα στον Σταθμό Κ., τη σχέση των τριών ανδρών αλλά κυρίως τα θέματα επικοινωνίας τους, σε επίπεδο διαφορετικών γενεών καθώς και σε λεκτικό (π.χ. «Η λέξη ανωμαλία χρησιμοποιούνταν εσκεμμένα. Ο Ντοκ τους είχε ήδη πει ότι δεν του άρεσε η λέξη λάθη. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, είχε πει»).
Το δεύτερο μέρος «Πέσε ―» ξεκινά εντελώς διαφορετικά. Αν στο «Γείρε /» ο Ντοκ/Ρόμπερτ ήταν το κεντρικό πρόσωπο, εδώ είναι η Άννα, η γυναίκα του, και η δική της οπτική. Στο πρώτο μέρος κυριαρχούν οι ανδρικές παρουσίες, εδώ οι γυναικείες (Άννα, Μπρίτζετ, Σάρα, Λώρα, Κάθυ κ.ά.). Έπειτα από ένα «βίαιο» τηλεφώνημα («Πρόκειται για τον Ρόμπερτ. Τον σύζυγό σου. Συγγνώμη που σε ξυπνάω. Πρέπει να έρθεις. Σε χρειαζόμαστε εδώ»), η Άννα πετάει για το Σαντιάγο της Χιλής για να βρει στο νοσοκομείο τον Ρόμπερτ σε μια αχαρτογράφητη γι’ αυτήν κατάσταση και να τον μεταφέρει πίσω στο σπίτι (Κέιμπριτζ, Αγγλία).
«Χρόνια περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο. Η φαντασία της οργίαζε τους μήνες που εκείνος έλειπε. Ένιωσε σχεδόν ανακούφιση, τώρα. Μια πικρή ικανοποίηση που δεν χρειαζόταν πια να ανησυχεί γι’ αυτό».
Η Άννα είναι ερευνήτρια με ειδίκευση στις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στο κλίμα. Οι ετήσιες παρατεταμένες παραμονές του Ρόμπερτ στην Ανταρκτική αποτελούν το θεμέλιο του μακροχρόνιου γάμου τους, επιτρέποντάς της ανεξαρτησία και χρόνο για δουλειά. Μεγαλώνει τα παιδιά τους Σάρα και Φρανκ ουσιαστικά μόνη της, αγοράζει το σπίτι τους, φαίνεται να είναι μια δυναμική, ψύχραιμη, έξυπνη και εσωστρεφής γυναίκα. Τώρα είναι μπλεγμένη ανάμεσα στην επαγγελματική της ζωή (το ατύχημα συμβαίνει λίγο πριν από ένα συνέδριο που θα ήταν το απόγειο της σταδιοδρομίας της), τη φροντίδα του Ρόμπερτ -ο οποίος χρειάζεται βοήθεια για να ντυθεί, να μετακινηθεί, να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα, να γίνει λεκτικά κατανοητός- και τις δεκάδες καθημερινές υποχρεώσεις που προέκυψαν μετά το ατύχημα. Η εσωτερική της σύγκρουση είναι ένα ακανθώδες σύνολο συναισθημάτων που περιγράφεται από επαναλήψεις φράσεων, αναδρομές στον συζυγικό βίο, ενδοσκόπηση δίπλα στο ποτάμι ή κάνοντας κηπουρική. Ο ρόλος της φροντίστριας που καλείται να επωμιστεί την καταβάλλει, τη συνθλίβει, προσπαθεί και η ίδια να «αρθρώσει» σκέψεις και συναισθήματα που δεν ήξερε.
«Έπρεπε πάντα να κυνηγάει τις λέξεις. Λες και τις είχαν βάλει σε κάποιο ψηλό ράφι στις αποθήκες. Εκεί όπου δεν μπορούσε να τις φτάσει. Ή τις είχαν αφήσει έξω και τις είχε καλύψει το χιόνι και τώρα έπρεπε να τις ξεθάψει».
Στο τρίτο ελπιδοφόρο μέρος «Σήκω |», τον λόγο παίρνουν (ακούγεται ως ειρωνεία ή μαύρο χιούμορ από τον συγγραφέα) οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αρθρώσουν κανονικό λόγο. Ο Ρόμπερτ και η Άννα συμμετέχουν σε μια ομάδα βελτίωσης της επικοινωνίας και εναλλακτικών τρόπων επικοινωνίας για άτομα με ανάλογες δυσκολίες. Εδώ η αφήγηση διαχέεται ανάμεσα στα άτομα της ομάδας και στα θραύσματα του λόγου τους και φαίνεται πιο αδύναμη, παρά το συγκρατημένο και ήρεμο happy end.
Ο Τζον ΜακΓκρέγκορ επιστρέφει με τον λιτό, απέριττο λόγο του για να μας δείξει για ακόμη μια φορά ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους άμεσους συμμετέχοντες στην τραγωδία, όσο για τους κυματισμούς που δημιουργούνται στο οικείο περιβάλλον τους. Η Άννα που θα υποστεί το τίμημα της φροντίδας, βάζει στην άκρη (προσωρινά;) τη δική της ταυτότητα για να μπορέσει ο Ρόμπερτ να ανακτήσει τη δική του. Αν και αρχικά όχι ιδιαίτερα συμπαθής χαρακτήρας, με διφορούμενες αδέξιες αντιδράσεις αφού δεν παρουσιάζει τα βασικά αρχετυπικά χαρακτηριστικά του γυναικείου κοινωνικού ρόλου (πώς θα μπορούσε άλλωστε αφού έχει αποδεχτεί αυτό τον «ανώμαλο» γάμο, όπως παραδέχεται), κατά τη διάρκεια της νέας πραγματικότητας βοηθά και συμπορεύεται με τον Ρόμπερτ προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί μαζί του. Η Άννα είναι ο πιο πολύπλοκος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, προσφέρει μια αναγνωρίσιμη μορφή καθημερινού ηρωισμού που όλοι παρατηρούμε στο περιβάλλον μας. Ο Ρόμπερτ, ωστόσο, είναι ένας πιο απλός χαρακτήρας. Νιώθει μια ενότητα/σύνδεση με το πολικό τοπίο, («Υπάρχει μια αγνότητα στο να βρίσκεσαι εδώ, έτσι; Εντάξει, όχι αγνότητα, απλότητα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις»), ξέρει ότι στο παρελθόν διάφορα δυσάρεστα έχουν συμβεί εκεί, μιλά με ευφημισμούς για τις λειτουργικές ανεπάρκειες του Σταθμού, εξακολουθεί με βεβαιότητα να αισθάνεται ότι όλα είναι όπως πρέπει, και το θέμα της ηθικής ευθύνης του διαφεύγει ή το ανακαλύπτει πολύ αργά.
Πέρα όμως από τα περαπάνω θέματα και το προφανές νόημα της προτροπής/συνθήματος του τίτλου Γείρε Πέσε Σήκω, ο ΜακΓκρέγκορ μιλά για τη χρήση και, συχνά, ανεπάρκεια της γλώσσας. Επιλέγει στο ένα από τα βασικά πρόσωπα, τον Ρόμπερτ/Ντοκ, να στερήσει την ομιλία, έτσι τον παρακολουθούμε μέσα απ' τον αγώνα του να εκφραστεί, η Άννα είναι εντελώς αδέξια να εκφράσει με σαφήνεια το παραμικρό ακόμη και με τη φίλη της Μπρίτζετ, αλλά και οι υπόλοιποι εμφανίζουν παρόμοια δυσκολία έκφρασης σκέψης και συναισθήματος, καθώς και λεκτικές παρανοήσεις. Το μυθιστόρημα το διατρέχει η δυσκολία της επικοινωνίας, η ολισθηρότητα και η ανεπάρκεια πολλές φορές να χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο της γλώσσας για να εκφραστούμε, η εξάρτησή μας από αυτό, όπως και κατά πόσο αυτό συνεπικουρείται από άλλες μορφές επικοινωνίας.
Κρατώ στα πολύ θετικά, ότι όλα τα παραπάνω τα προσεγγίζει ο συγγραφέας σχεδόν βιωματικά, οδηγεί τον αναγνώστη σε γόνιμες σκέψεις χωρίς να τον φορτώνει με συναισθηματισμούς και προσφέρει ένα ρεαλιστικό, επίπονο, ήρεμο, και με μια δόση ευθυμίας, τέλος.
ΥΓ.: Η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά δεν μας αφήνει ούτε μια στιγμή να αμφιβάλλουμε για τη σαφήνεια ή ασάφεια των λόγων των προσώπων.
Ο Jon McGregor είναι συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων και δύο συλλογών με διηγήματα. Έχει τιμηθεί με τα International Dublin Literary Award, Betty Trask Prize και Somerset Maugham Award, ενώ έργα του έχουν βρεθεί στις βραχείες λίστες του βραβείου Man Booker. Είναι καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, όπου επιμελείται το Letters Page, ένα λογοτεχνικό περιοδικό σε επιστολική μορφή. Γεννήθηκε στις Βερμούδες το 1976, μεγάλωσε στο Νόρφολκ και σήμερα ζει στο Νότιγχαμ. Από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα: Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα, Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή και Ταμιευτήρας 13.
Comentários